ἐρωτομανίας

ἐρωτομανίας
ἐρωτομανίᾱς , ἐρωτομανία
raving love
fem acc pl
ἐρωτομανίᾱς , ἐρωτομανία
raving love
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερωτοπάθεια — η (Μ ἐρωτοπάθεια) το να ερωτεύεται κάποιος με πάθος, η σφοδρή ερωτική επιθυμία νεοελλ. 1. έντονη κλίση, διάθεση προς τον έρωτα 2. η παθολογική κατάσταση τής ερωτομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”